Σε δικαστική συμπαράσταση τίθεται ένα ενήλικο φυσικό πρόσωπο όταν η διανοητική η/και η σωματική κατάσταση του προσώπου αυτού αποκλείει μόνιμα ή προσωρινά ή και αναιρεί ολικά ή μερικά την πραγματική του δυνατότητα να φροντίζει για τις  ίδιες υποθέσεις του και να  προστατεύει κάθε έννομο συμφέρον του. Πρόσωπα τα οποία πάσχουν από ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή χαρακτηρολογικές ανωμαλίες καθώς και πρόσωπα με σωματική αναπηρία, πρόσωπα τα εκθέτουν σε κίνδυνο στέρησης τον εαυτό τους, τους ανιόντες ,τους κατιόντες ή το σύζυγό τους λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις ατόμων που χρήζουν δικαστικής συμπαραστάσεως.

Με δικαστική απόφαση το πρόσωπο που εμπίπτει στις παραπάνω περιπτώσεις τίθεται σε δικαστική συμπαράσταση. Ο δικαστικά συμπαραστατούμενος  δυνάμει της ως άνω αποφάσεως οδηγείται σε ολική ή μερική, δικαιοπρακτική ανικανότητα ή έχει ανάγκη της συναίνεσης συγκεκριμένου προσώπου, του δικαστικού συμπαραστάτη, για την έγκυρη κατάρτιση όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών που το αφορούν.

Η δικαστική συμπαράσταση διακρίνεται σε στερητική και επικουρική. Στην στερητική δικαστική συμπαράσταση, ο συμπαραστατούμενος αντιπροσωπεύεται από τον δικαστικό του συμπαραστάτη για την τέλεση δικαιοπραξιών όσο και για τη διεξαγωγή δικών, για τις οποίες έχει κηρυχθεί ανίκανος με δικαστική απόφαση. Αντιθέτως στην επικουρική δικαστική συμπαράσταση  ο συμπαραστατούμενος λαμβάνει την προγενέστερη έγγραφη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστάτη για την τέλεση τόσο δικαιοπραξιών όσο και για τη διεξαγωγή δικών.

Τα πρόσωπα τα οποία  βάσει νόμου νομιμοποιούνται να κινήσουν τη διαδικασία υποβολής του προσώπου υπό δικαστική συμπαράσταση είναι ο σύζυγος του πάσχοντος, τα τέκνα του και οι γονείς του. Φυσικά την αίτηση μπορεί να ασκήσει και ο ίδιος ο πάσχων. Ο δε Εισαγγελέας Πρωτοδικών, κινεί υποχρεωτικά  την ως άνω διαδικασία εφόσον πληροφορηθεί από συγγενικά ή άλλα πρόσωπα για την κατάσταση του πάσχοντος προσώπου υπό την προϋπόθεση να προβεί σε εξακρίβωση της αλήθειας κι ακρίβειας των παρεχόμενων σε αυτόν πληροφοριών. Τέλος, την αίτηση μπορεί να ασκήσει και ο επίτροπος του ανηλίκου κατά το τελευταίο έτος της ανηλικότητάς του και μόνο όταν ο ανήλικος πάσχει από ψυχοδιανοητική διαταραχή. Αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις προσώπων που πάσχουν από ψυχοδιανοητικές διαταραχές , δύναται το Δικαστήριο να επέμβει αυτεπάγγελτα.

Ο δικαστικός συμπαραστάτης είναι κατά κανόνα φυσικό πρόσωπο, ασκεί λειτούργημα, προσωποπαγές και μη υποχρεωτικό.  Σ’ αυτόν ανατίθεται η νόμιμη αντιπροσώπευση του συμπαραστατουμένου (στην περίπτωση της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης) ή η παροχή συναίνεσης σε ορισμένες πράξεις του συμπαραστατουμένου (στην περίπτωση της επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης) όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Ο δικαστικός συμπαραστάτης διορίζεται για όλο το χρονικό διάστημα της διάρκειας της δικαστικής συμπαράστασης και η θητεία του αρχίζει με την τελεσιδικία -κι όχι με την δημοσίευση- της απόφασης που τον διορίζει και λήγει με την με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της δικαστικής συμπαράστασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις το δικαστήριο ορίζει και δύο δικαστικούς συμπαραστατες αναθέτοντας στον έναν τη διοίκηση της περιουσίας και στον άλλο την επιμέλεια του προσώπου του  δικαστικά συμπαραστατουμένου. Ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να ασκεί το λειτούργημά του σύμφωνα με το νόμο και με γνώμονα το συμφέρον του συμπαραστατουμένου. Παράβαση των υποχρεώσεών του αυτών γεννά, εκτός άλλων, υποχρέωση για αποζημίωση του συμπαραστατουμένου ή των κληρονόμων του.

Το δικαστήριο διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη το πρόσωπο  εκείνο το οποίο έχει προτείνει αυτός τον οποίο αφορά το μέτρο, εφόσον ο τελευταίος έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του και εφόσον το προτεινόμενο πρόσωπο κρίνεται κατάλληλο και μπορεί κατά νόμο να διορισθεί. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που το προτεινόμενο πρόσωπο δεν κρίνεται κατάλληλο για το παραπάνω έργο, το δικαστήριο επιλέγει μεν ελεύθερα το κατάλληλο πρόσωπο, αλλά οφείλει να λάβει υπόψη του την τυχόν εκφρασμένη βούληση του συμπαραστατέου να αποκλεισθεί συγκεκριμένο πρόσωπο, τους δεσμούς του με τους συγγενείς του, καθώς και τον κίνδυνο από την τυχόν υφιστάμενη αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στον συμπαραστατούμενο και σ΄ αυτόν που πρόκειται να διοριστεί.

Εάν το δικαστήριο δεν μπορέσει να εξεύρει κατάλληλο πρόσωπο για το λειτούργημα του δικαστικού συμπαραστάτη, η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σε σωματείο ή ίδρυμα που έχει συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτό και διαθέτει το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, άλλως ανατίθεται στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία.

Δικαστικός συμπαραστάτης δεν μπορεί να διοριστεί:
1.αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα,
2. ο ενήλικος για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης,
3. αυτός που συνδέεται με σχέση εξάρτησης ή με οποιονδήποτε άλλο στενό δεσμό με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατέος έχει εισαχθεί για θεραπεία ή απλώς διαμένει.

Ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση και διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη ή αρνείται την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν όλα τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη  διαδικασία σύμφωνα με το νόμο. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι παρέμβαση ή τριτανακοπή μπορούν να ασκήσουν μόνο τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητήσουν την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση.

Η δικαστική συμπαράσταση λήγει αυτοδικαίως στις περιπτώσεις θανάτου του συμπαραστατουμένου ή με την κήρυξή του σε αφάνεια, οπότε αυτός θεωρείται νεκρός  είτε με δικαστική απόφαση, η οποία αίρει την δικαστική συμπαράσταση οπότε το πρόσωπο επανέρχεται από πλευράς δικαιοπρακτικής ικανότητας και επιμέλειας στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από την κήρυξη της δικαστικής συμπαράστασης. Μετά τη λήξη της δικαστικής συμπαράστασης ο δικαστικός συμπαραστάτης είναι υποχρεωμένος σε απόδοση της περιουσίας στον συμπαραστατούμενο και σε λογοδοσία.

Αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου της συνήθους διαμονής του πάσχοντος, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.